- οξ(ε)ιδώσιμος
- ος, ο[ν] подверженный окислению
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οξ(ε)ιδώσιμος — η, ο χημ. ο δεκτικός οξείδωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξ(ε)ίδωση, πρβλ. αγγλ. oxidizer. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ] … Dictionary of Greek